Οι ναυτικοί αποτελούσαν, σχεδόν από την ανακάλυψή τους, ένα μέρος της «αγοράς» των διαφόρων ουσιών. Με την μοναξιά και την απομόνωση να τροφοδοτεί το καμίνι της ψυχής τους τάισαν για χρόνια με τις ζωές τους, εμπόρους ουσιών παγκόσμια.
Με την άφιξη του ένα πλοίο στο λιμάνι, διευρύνει (εκ του γεγονότος) την τοπική αγορά, αυξάνοντας την αγοραστική της δύναμη. Θυμάμαι να καταφθάνουν σχεδόν αμέσως, οι μικροπωλητές, οι πόρνες, οι μικροαπατεώνες, οι σαράφηδες και κάθε λογής μεταπράτες και μόλις αυτοί χόρταιναν τις βασικές ανάγκες του θαλασσοδαρμένου, να σου και οι λιμοκοντόροι με τα φακελάκια.
Σε κάτι τέτοιες στιγμές θυμόμουνα πάντα τον Χαλίλ Γκιμπράν που έγραφε, «Η ΑΝΕΣΗ ΚΙ Η ΗΔΟΝΗ – ΩΡΑΙΟ ΠΡΑΜΑ», γιατί την πείνα του ναύτη για λίγη άνεση και ηδονή, λίγη λήθη, εκμεταλλεύονται οι λιμοκοντόροι και του πασάρουν το πράμα που τον κάνει δέσμιο και στο τέλος τον φουντάρει στον πόντο για λύτρωση.
Ο ναύτης δεν αποτελεί κοινωνικό πρόβλημα όταν καταλήγει χρήστης η μεταφορέας. Η στεριά είναι που μεταφέρει τα προβλήματα της (δηλαδή την ανάγκη για αειφόρο πλουτισμό) στο ναύτη και εκμεταλλεύεται το «κενό στην αγορά» που η ίδια δημιούργησε κάνοντάς τον και τον ίδιο χρήστη η μεταφορέα.
ioannispk - son of a pirate