Οι εργάτες ανεβήκανε απ’ τ’ αμπαριού το βάθος
κι η μπουκαπόρτα γέμισε με γέλια και βρισιές.
Ο κάπος κουμαντάριζε το μάινα στη μαούνα,
οι κορμοράνοι βούτηξαν μεσ’ το θολό νερό.
Ο παφλασμός τους έδιωξε το πέπλο της ομίχλης
κι η θύμησή σου χάθηκε για λίγο στο κενό.
Πάνε δυο χρόνια υδάτινα, στα πόρτα μεθυσμένα
που έκοψαν το χρώμα σου και το ‘καμαν θαμπό.
Ο μαύρος όγκος λίκνισε απάνω σ’ ένα κάβο,
ξεμάκρυνε αφρίζοντας και χάθηκε στην μπούκα.
Το dock φάνταζε έρημο, βρόμικο, λυπημένο,
με μοναχό στολίδι του δάκρυ, κι ένα σακί λευκό.
- Που πας; σφύριξε δυό μακρές, και έσβησε στο έμπος.
Δάκρυα πάλι κύλησαν και πότισαν το στάρι.
Ύστερα ‘κείνη η φόρτιση της μοναξιάς – του φόβου,
μην και ξωμείνω ξέμπαρκος μακριά απ΄ την λαμαρίνα .
Σε γλώσσα ακατάληπτη τ’ ατζέντη η φωνή μ’ έσυρε
υπνωτισμένο, ανήμπορο στην πύλη του έξω κόσμου.
Μου δώσαν το φυλλάδιο και βίζα για το νόστο.
Βαριά σέρνοντας βήματα σε ξαναζωγραφίζω.
ioannispk - son of a pirate
A Pirate's Mobile Blog
The world as seen by a "PIRATE" (?).
Follow the link below to see ...
http://sonofapirate.blogspot.com/
Follow the link below to see ...
http://sonofapirate.blogspot.com/
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
2 comments:
Περιμένω να διαβάσω κάτι δικό σου που να μην έχει σχέση με τη θάλασσα.
Περιμένω κάτι που να μην καταλάβω ότι είναι δικό σου...
OK, cooking since few weeks now.
Post a Comment